Η κινηματογραφική «Σκάρλετ Ο’Χαρα» γεννήθηκε στην εξωτική Ινδία από Βρετανούς, ευκατάστατους γονείς. Η παιδική της ηλικία ήταν ειδυλλιακή. Οι γονείς της και οι δεκάδες υπηρέτες της οικογένειας την κακομάθαιναν, ενώ παρακολουθούσαν με προσοχή τις παραστάσεις και τα χορευτικά που δημιουργούσε. Η ξέγνοιαστη ζωή της διακόπηκε απότομα, όταν οι γονείς της αποφάσισαν να τη στείλουν τρόφιμη σε σχολείο στην Αγγλία. Ήταν μόνη της, μακριά από την οικογένειά της, σε ένα ξένο, βροχερό περιβάλλον, με μοναδική της συντροφιά ένα γατάκι, που της έδωσε η ηγουμένη του σχολείου. Με το πέρασμα του χρόνου όμως, η Βίβιαν εγκλιματίστηκε στην κρύα Αγγλία και ξεχώρισε ως μία από τις δημοφιλέστερες και πιο ταλαντούχες μαθήτριες. Όνειρό της ήταν να ανέβει στη σκηνή ενός θεάτρου, να γίνει διάσημη και να γνωρίσει τον κόσμο. Για να το πετύχει, διάλεξε μία αδόκιμη μέθοδο. Επέλεξε να παντρευτεί και έτσι να αποκτήσει την ανεξαρτησία που δεν θα είχε ποτέ ως ανύπαντρη. Για γαμπρό διάλεξε τον Χέρμπερτ Λι Χόλμαν, έναν δικηγόρο, 13 χρόνια μεγαλύτερό της, που ήταν αρραβωνιασμένος όταν γνωρίστηκαν. Οι φίλοι της Βίβιαν λένε ότι όταν τον είδε, αποφάσισε επιτόπου ότι θα τον έκανε να χωρίσει απ’ την μνηστή του και να παντρευτεί εκείνη. Τα κατάφερε, όπως θα κατάφερνε να παντρευτεί κι άλλον έναν δεσμευμένο άντρα, μερικά χρόνια αργότερα.
Ο γάμος και τα οικοκυρικά δεν της ταίριαζαν καθόλου. Αδιαφορούσε για τον σύζυγό της, αλλά και για την κόρη της, Σουζάν. Μοναδική της έγνοια ήταν η καριέρα της στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Το 1935 κέρδισε τον πρώτο σημαντικό ρόλο στο θεατρικό «The Mask of Virtue», που απέσπασε άριστες κριτικές, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούσαν τη Λι που εκπροσωπούσε την «τέλεια βρετανική ομορφιά», όπως έγραψε μία εφημερίδα. Σε μία από τις παραστάσεις παρευρέθηκε και ο ανερχόμενος τότε ηθοποιός, Λόρενς Ολίβιε. Στο μέλλον θα γινόταν ο μεγαλύτερος θεατρικός ηθοποιός της Βρετανίας, αλλά τότε η καριέρα του μόλις ξεκινούσε. Είδε τη Βίβιαν, εντυπωσιάστηκε και ζήτησε να τη γνωρίσει. Και οι δύο ήταν παντρεμένοι, αλλά σχεδόν αμέσως ξεκίνησε μια παθιασμένη σχέση που προκάλεσε σάλο σε όλη την Αγγλία. Αν και οι δύο ηθοποιοί έκρυβαν το δεσμό τους, σύντομα μαθεύτηκε ότι αγόρασαν σπίτι και έμεναν μαζί, όσο περίμεναν το διαζύγιο απ’ τους νόμιμους συζύγους τους. Σε γράμματα που της έστελνε ο Ολίβιε την περίοδο εκείνη, είναι εμφανής ο πόθος τους ενός για τον άλλον: «Ξύπνησα λιώνοντας απ’ την επιθυμία μου για σένα, αγάπη μου. Ω Θεέ μου, πόσο σε ήθελα. Μπορεί κι εσύ να χάιδευες τον εαυτό σου».
Το 1939 η Βίβιαν Λι έγινε η διασημότερη ηθοποιός στον κόσμο. Πρωταγωνίστησε στη μεγαλύτερη κινηματογραφική παραγωγή όλων των εποχών, την ταινία «Όσα Παίρνει ο Άνεμος». Η Λι υποδύθηκε την Σκάρλετ Ο’Χάρα, την καλλονή απ’ την πολιτεία της Τζόρτζια, ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο που κατάφερε να επιβιώσει στον αιματηρό αμερικάνικο εμφύλιο. Σε όλη της τη ζωή κυνηγούσε αυτόν που δεν μπορούσε να έχει, ενώ απέρριπτε τον άντρα που την ήθελε πραγματικά, τον Ρετ Μπάτλερ.
Μετά το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος», ο Κλαρκ Γκέιμπλ, συμπρωταγωνιστής που υποδύθηκε τον Μπάτλερ, ήταν γνωστός ως ο «Βασιλιάς του Χόλιγουντ». Η Λι ήταν η ανεπίσημη βασίλισσά του. Η ταινία την εξάντλησε. Αγωνίστηκε για να κερδίσει τον ρόλο, τον οποίο οι συντελεστές αρνούνταν να της δώσουν επειδή ήταν «υπερβολικά Αγγλίδα» και αγωνίστηκε για να ολοκληρώσει την ταινία. Έπαιζε σχεδόν σε κάθε σκηνή, δούλευε 15 ώρες την ημέρα και ο ρόλος απαιτούσε να δώσει το 100% των δυνατοτήτων της. Παρά την κούραση όμως, η Λι έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Τον Φεβρουάριο του 1940 πήρε επίσημα διαζύγιο απ’ τον άντρα της, ο Ολίβιε απ’ τη γυναίκα του και παντρεύτηκαν τον Αύγουστο. Εγκαταστάθηκαν στην Αγγλία, σε ένα κάστρο που έγινε το σήμα κατατεθέν, του διασημότερου ζευγαριού της χώρας. Ο κόσμος τους αντιμετώπιζε σαν μονάρχες και οι θαυμαστές τους λάτρευαν.
Ήδη από νεαρή ηλικία, η Λι είχε δείξει σημάδια ψυχολογικής αστάθειας. Βέβαια οι περισσότεροι που τη γνώριζαν θεωρούσαν απλώς ότι ήταν μια παρορμητική, παθιασμένη νεαρή κοπέλα. Άλλωστε οι καλλιτέχνες φημίζονταν για το έντονο ταμπεραμέντο τους. Μεγαλώνοντας όμως, το πρόβλημα της Λι έγινε πιο έντονο.
Πάθαινε κρίσεις οργής, της οποίες ξεχνούσε λίγες ώρες αργότερα. Η κατάστασή της χειροτέρεψε μετά τα γυρίσματα της ταινίας «Λεωφορείο ο Πόθος» με τον Μάρλον Μπράντο, όπου χρειάστηκε να υποδυθεί την εύθραυστη Μπλανς Ντιμπουά. Η ερμηνεία της βραβεύτηκε με Όσκαρ, αλλά η ψυχολογική της υγεία δεν άντεξε την πίεση. Χτυπούσε τον Ολίβιε, ούρλιαζε και έχανε κάθε επαφή με την πραγματικότητα.
Η διάθεσή της μπορούσε να αλλάξει από στιγμή σε στιγμή, από γλυκιά και τρυφερή γινόταν εκδικητική και έκανε επιθέσεις στους πιο κοντινούς της ανθρώπους. Απατούσε τον σύζυγό της, γιατί ισχυριζόταν ότι δεν την ικανοποιούσε σεξουαλικά και τελικά χώρισαν το 1960, αν και ζούσαν χωριστά για πολλά χρόνια. Ο Ολίβιε ξαναπαντρεύτηκε και η Λι μετακόμισε στο Λονδίνο μαζί με τον εραστή της, τον ηθοποιό Τζακ Μέριβαλ, που γνώριζε για την κατάστασή της και τη φρόντιζε μέχρι το τέλος της ζωής της. Τον Μάιο του 1967 αρρώστησε με φυματίωση. Μετά από μερικές βδομάδες, όταν έδειχνε ότι είχε ξεπεράσει τον κίνδυνο, η αρρώστια επανήλθε δριμύτερη και η Λι κατέρρευσε. Ο Μέριβαλ τη βρήκε νεκρή στο διαμέρισμά της στο Λονδίνο τη νύχτα της 7ης Ιουλίου του 1967. Ήταν μόλις 53 χρόνων.
Ο γάμος και τα οικοκυρικά δεν της ταίριαζαν καθόλου. Αδιαφορούσε για τον σύζυγό της, αλλά και για την κόρη της, Σουζάν. Μοναδική της έγνοια ήταν η καριέρα της στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Το 1935 κέρδισε τον πρώτο σημαντικό ρόλο στο θεατρικό «The Mask of Virtue», που απέσπασε άριστες κριτικές, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούσαν τη Λι που εκπροσωπούσε την «τέλεια βρετανική ομορφιά», όπως έγραψε μία εφημερίδα. Σε μία από τις παραστάσεις παρευρέθηκε και ο ανερχόμενος τότε ηθοποιός, Λόρενς Ολίβιε. Στο μέλλον θα γινόταν ο μεγαλύτερος θεατρικός ηθοποιός της Βρετανίας, αλλά τότε η καριέρα του μόλις ξεκινούσε. Είδε τη Βίβιαν, εντυπωσιάστηκε και ζήτησε να τη γνωρίσει. Και οι δύο ήταν παντρεμένοι, αλλά σχεδόν αμέσως ξεκίνησε μια παθιασμένη σχέση που προκάλεσε σάλο σε όλη την Αγγλία. Αν και οι δύο ηθοποιοί έκρυβαν το δεσμό τους, σύντομα μαθεύτηκε ότι αγόρασαν σπίτι και έμεναν μαζί, όσο περίμεναν το διαζύγιο απ’ τους νόμιμους συζύγους τους. Σε γράμματα που της έστελνε ο Ολίβιε την περίοδο εκείνη, είναι εμφανής ο πόθος τους ενός για τον άλλον: «Ξύπνησα λιώνοντας απ’ την επιθυμία μου για σένα, αγάπη μου. Ω Θεέ μου, πόσο σε ήθελα. Μπορεί κι εσύ να χάιδευες τον εαυτό σου».
Το 1939 η Βίβιαν Λι έγινε η διασημότερη ηθοποιός στον κόσμο. Πρωταγωνίστησε στη μεγαλύτερη κινηματογραφική παραγωγή όλων των εποχών, την ταινία «Όσα Παίρνει ο Άνεμος». Η Λι υποδύθηκε την Σκάρλετ Ο’Χάρα, την καλλονή απ’ την πολιτεία της Τζόρτζια, ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο που κατάφερε να επιβιώσει στον αιματηρό αμερικάνικο εμφύλιο. Σε όλη της τη ζωή κυνηγούσε αυτόν που δεν μπορούσε να έχει, ενώ απέρριπτε τον άντρα που την ήθελε πραγματικά, τον Ρετ Μπάτλερ.
Μετά το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος», ο Κλαρκ Γκέιμπλ, συμπρωταγωνιστής που υποδύθηκε τον Μπάτλερ, ήταν γνωστός ως ο «Βασιλιάς του Χόλιγουντ». Η Λι ήταν η ανεπίσημη βασίλισσά του. Η ταινία την εξάντλησε. Αγωνίστηκε για να κερδίσει τον ρόλο, τον οποίο οι συντελεστές αρνούνταν να της δώσουν επειδή ήταν «υπερβολικά Αγγλίδα» και αγωνίστηκε για να ολοκληρώσει την ταινία. Έπαιζε σχεδόν σε κάθε σκηνή, δούλευε 15 ώρες την ημέρα και ο ρόλος απαιτούσε να δώσει το 100% των δυνατοτήτων της. Παρά την κούραση όμως, η Λι έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Τον Φεβρουάριο του 1940 πήρε επίσημα διαζύγιο απ’ τον άντρα της, ο Ολίβιε απ’ τη γυναίκα του και παντρεύτηκαν τον Αύγουστο. Εγκαταστάθηκαν στην Αγγλία, σε ένα κάστρο που έγινε το σήμα κατατεθέν, του διασημότερου ζευγαριού της χώρας. Ο κόσμος τους αντιμετώπιζε σαν μονάρχες και οι θαυμαστές τους λάτρευαν.
Ήδη από νεαρή ηλικία, η Λι είχε δείξει σημάδια ψυχολογικής αστάθειας. Βέβαια οι περισσότεροι που τη γνώριζαν θεωρούσαν απλώς ότι ήταν μια παρορμητική, παθιασμένη νεαρή κοπέλα. Άλλωστε οι καλλιτέχνες φημίζονταν για το έντονο ταμπεραμέντο τους. Μεγαλώνοντας όμως, το πρόβλημα της Λι έγινε πιο έντονο.
Πάθαινε κρίσεις οργής, της οποίες ξεχνούσε λίγες ώρες αργότερα. Η κατάστασή της χειροτέρεψε μετά τα γυρίσματα της ταινίας «Λεωφορείο ο Πόθος» με τον Μάρλον Μπράντο, όπου χρειάστηκε να υποδυθεί την εύθραυστη Μπλανς Ντιμπουά. Η ερμηνεία της βραβεύτηκε με Όσκαρ, αλλά η ψυχολογική της υγεία δεν άντεξε την πίεση. Χτυπούσε τον Ολίβιε, ούρλιαζε και έχανε κάθε επαφή με την πραγματικότητα.
Η διάθεσή της μπορούσε να αλλάξει από στιγμή σε στιγμή, από γλυκιά και τρυφερή γινόταν εκδικητική και έκανε επιθέσεις στους πιο κοντινούς της ανθρώπους. Απατούσε τον σύζυγό της, γιατί ισχυριζόταν ότι δεν την ικανοποιούσε σεξουαλικά και τελικά χώρισαν το 1960, αν και ζούσαν χωριστά για πολλά χρόνια. Ο Ολίβιε ξαναπαντρεύτηκε και η Λι μετακόμισε στο Λονδίνο μαζί με τον εραστή της, τον ηθοποιό Τζακ Μέριβαλ, που γνώριζε για την κατάστασή της και τη φρόντιζε μέχρι το τέλος της ζωής της. Τον Μάιο του 1967 αρρώστησε με φυματίωση. Μετά από μερικές βδομάδες, όταν έδειχνε ότι είχε ξεπεράσει τον κίνδυνο, η αρρώστια επανήλθε δριμύτερη και η Λι κατέρρευσε. Ο Μέριβαλ τη βρήκε νεκρή στο διαμέρισμά της στο Λονδίνο τη νύχτα της 7ης Ιουλίου του 1967. Ήταν μόλις 53 χρόνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου