Λάμπρος Κωσταντάρας, εφ' όλης της ύλης

Ο Λάμπρος Κωσταντάρας (Αθήνα, 13 Μαρτίου 1913 – 28 Ιουνίου 1985) ήταν δημοφιλής Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Ήταν αδερφός της ηθοποιού Μήτσης Κωσταντάρα και πατέρας του δημοσιογράφου και πρώην βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Δημήτρη Κωσταντάρα.


Ο αθλητής και φίλαθλος
Ο Κωσταντάρας γεννήθηκε στην οδό Πλουτάρχου στο Κολωνάκι και είχε άλλη μία αδερφή εκτός τη Μήτση. Από μικρή ηλικία ασχολήθηκε με τον αθλητισμό, ήταν αθλητής της ΑΕΚ, τερματοφύλακας στην Β’ ομάδα την περίοδο 1929 – 1930, αν και συνήθως ήταν αναπληρωματικός και αθλητής στίβου σε αγωνίσματα ταχύτητας.

Εκτός από αθλητής, ήταν και οπαδός της ΑΕΚ, την οποία παρακολουθούσε από κοντά όποτε μπορούσε. Τότε, ο τζέντλεμαν του κινηματογράφου, μετατρεπόταν σε φανατικό φίλαθλο. Φώναζε, χειρονομούσε, σηκωνόταν από το κάθισμα εξαγριωμένος ή ενθουσιασμένος και γινόταν ένα με το πλήθος. Την αγάπη του για τα αθλήματα είχε μεταδώσει και στον γιο του, Δημήτρη, ο οποίος ήταν αθλητής του στίβου με διακρίσεις (ακόντιο, σφαίρα). Πατέρας και γιος, αν και υποστήριζαν διαφορετικές ομάδες, πήγαιναν συχνά μαζί στο γήπεδο. 
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας με το γιο του, βρέθηκαν σε αγώνα της Εθνικής Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβία, στο γήπεδο της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Ο ηθοποιός είχε αγοράσει αριθμημένα εισιτήρια, αλλά στο σημείο που ήταν οι θέσεις, η κανονική κερκίδα είχε σπάσει και στη θέση της είχε τοποθετηθεί μία αυτοσχέδια. Η πρόχειρη κερκίδα ήταν φτιαγμένη από ξύλα, τοποθετημένα πάνω σε τσιμεντόλιθους! Αν και οι θέσεις δεν άρεσαν στον Κωσταντάρα, δεν έδωσε συνέχεια και κάθισε να παρακολουθήσει τον αγώνα. Όταν οι ομάδες βγήκαν στον αγωνιστικό χώρο και ξεκίνησε ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας, ο κόσμος σηκώθηκε όρθιος. Τότε, ένας πονηρός φίλαθλος που δεν είχε αριθμημένο εισιτήριο, προσπάθησε να χωθεί στην κερκίδα. Πηδώντας από κάθισμα σε κάθισμα, κατέβαινε τα επίπεδα της κερκίδας για να βρει κενή θέση. Τότε, με μια απρόσεχτη κίνησή του, κλώτσησε τον ένα τσιμεντόλιθο, γκρέμισε την αυτοσχέδια κερκίδα και έπεσε με δύναμη πάνω στον ηθοποιό, πριν εκείνος προλάβει να αντιδράσει. Οι δύο άντρες έπεσαν κάτω, ανάμεσα σε ξύλα και τσιμεντόλιθους. Ο Κωνσταντάρας χτύπησε το κεφάλι του. Έξαλλος άρχισε να ωρύεται και να επιτίθεται στον απρόσεκτο φίλαθλο. Ακόμα και η ανάκρουση του εθνικού ύμνου (που τότε γινόταν ζωντανά από ορχήστρα) σταμάτησε για λίγο, εξαιτίας της φωνής του ηθοποιού. Οι δύο τραυματίες μεταφέρθηκαν στο ιατρείο του γηπέδου. Λίγο αργότερα, ο Λάμπρος Κωσταντάρας επέστρεψε με δεμένο το κεφάλι και συνέχισε απτόητος  να παρακολουθεί τον αγώνα. Ο άντρας που είχε προκαλέσει το ατύχημα μεταφέρθηκε στον Ερυθρό Σταυρό, με μώλωπες και μελανιές. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, κάποιες από αυτές είχαν προκληθεί από τις καρπαζιές του Κωσταντάρα και όχι από την πτώση. Παρά τον εκνευρισμό του για το περιστατικό και την απογοήτευσή του για την έκβαση του αγώνα, ο ηθοποιός μετά τη λήξη, επισκέφθηκε τον τραυματία στο νοσοκομείο. Ο άτυχος φίλαθλος αναγνώρισε τον ηθοποιό και δεν διαμαρτυρήθηκε για τις σφαλιάρες που δέχτηκε. Του είπε μόνο: « Μα έχεις και βαρύ χέρι, βρε αδερφέ».

Πως ξεκίνησαν όλα
Το 1930 κατατάχθηκε μετά από επιμονή της οικογένειάς του και χωρίς την δική του θέληση στην Σχολή Υπαξιωματικών Ναυτικού στην Κέρκυρα, απ’ όπου τελικά δραπέτευσε κολυμπώντας στο Παρίσι προκειμένου να σπουδάσει χρυσοχόος, με σκοπό να αναλάβει στη συνέχεια το οικογενειακό χρυσοχοείο στο κέντρο της Αθήνας. 

Εγκατέλειψε τις σπουδές του κι έκανε διάφορες δουλειές, ώσπου τον ανακάλυψε ο Γάλλος σκηνοθέτης Λουί Ζουβέ να παίζει ως κομπάρσος σε θεατρική παράσταση. Μάλιστα στο Παρίσι σύντομα έγινε γνωστός, αλλά επέστρεψε για τη στρατιωτική του θητεία. Πολέμησε στον πόλεμο του ’40 και τραυματίστηκε σοβαρά. Συμπολεμιστής του ήταν ο κολλητός του φίλος, Οδυσσέας Ελύτης. Σπούδασε ηθοποιός στο θέατρο Ατενέ και το καλοκαίρι του 1938 επέστρεψε στην Ελλάδα, ξεκινώντας πλέον καριέρα ηθοποιού.


Μια λαμπρή καριέρα
Έπαιξε στο Ελληνικό θέατρο για 40 χρόνια, μετέχοντας σε 191 παραστάσεις. Εμφανίστηκε σε πολλές Ελληνικές πόλεις, καθώς επίσης και στην Κύπρο, την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια. Η πρώτη του παράσταση στην Ελλάδα ήταν το καλοκαίρι του 1938 με τον θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη στο έργο «Τα παράσημα της γριούλας» του Φ. Μπάρυ και η τελευταία τον χειμώνα του 1978 με τον θίασο Λάμπρου Κωσταντάρα – Νίκου Ρίζου – Μάρως Κοντού στο μιούζικαλ «Τρελές επαφές Ρωμέικου τύπου» του Κώστα Πρετεντέρη.


Για τη θεατρική του παρουσία, χαρακτηρίστηκε ως ένας «υπέροχος ηθοποιός ρυθμού (που) είχε σπάνια αίσθηση του θεατρικού χρόνου (με) τέλεια κατοχή των εκφραστικών μέσων». Γνωστός στο ευρύ κοινό όμως έγινε μέσα από τους ρόλους του στον κινηματογράφο. Διακρίθηκε στο ρόλο του ώριμου, πλούσιου γυναικά (Ο άνθρωπος που έσπαγε πλάκα, Η βίλα των οργίων, Τι 30, τι 40, τι 50 κλπ) ή του πατέρα αρκετών γνωστών σταρ της εποχής (Η Αλίκη στο Ναυτικό, Χτυποκάρδια στο θρανίο, Υιέ μου υιέ μου κλπ). Ο Λάμπρος Κωσταντάρας έπαιξε σύνολο σε 78 Ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν στη Γαλλία τη δεκαετία του 1930 (Αν ξανανεβούμε προς τη Ηλύσια Πεδία, Σχολείο γυναικών, Κουρσάρος) και σε μία Ελληνική που γυρίστηκε στην Αίγυπτο το 1950, αλλά δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία γι’ αυτή την ταινία. Τελευταία του ταινία ήταν «Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ».

Η συνεργασία του με τη Μάρω Κοντού
Ο Λάμπρος Κωσταντάρας με τη Μάρω Κοντού υπήρξαν ένα από τα πιο ταιριαστά ζευγάρια της Ελληνικής σκηνής και της οθόνης. Αν και συνεργάστηκε στην καριέρα του με πολλές και σημαντικές παρτενέρ, όπως η Ρένα Βλαχοπούλου η Ρίκα Διαλυνά και η Μέλπω Ζαρόκωστα, με την Κοντού ανέπτυξε μία ιδιαίτερη σχέση. Ο Λάμπρος τη θεωρούσε γνήσια και αντιπροσωπευτική παρτενέρ του. 

Η Μάρω, από την πλευρά της, τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. «Ήταν μεγάλη η χαρά μου να συνεργάζομαι με τον Λάμπρο. Ήταν άψογος επαγγελματίας και πολύ προικισμένος ηθοποιός. Ερχόταν πρώτος στα γυρίσματα και έφευγε τελευταίος». Ο κόσμος τους είχε ταυτίσει τόσο πολύ ως ζευγάρι από τις ταινίες που θεωρούσε πως είχαν ερωτική σχέση και στην προσωπική τους ζωή. «Ουδέποτε είχα ερωτική σχέση με τον Λάμπρο, ούτε ήμουνα παντρεμένη μαζί του. Η σχέση μας ήταν μόνο επαγγελματική και καλλιτεχνική. Εξάλλου, είχε τότε μια γυναίκα – σύντροφο και μετέπειτα σύζυγό του, τη Φιλιώ που ήταν και φίλη μου, ενώ ήμουν και εγώ παντρεμένη», τονίζει η Μάρω Κοντού. «Ο Λάμπρος και Μάρω Κοντού ήταν φίλοι, πολύ καλοί φίλοι, αλλά μόνο αυτό και τίποτα άλλο. Αποτελούσαν ένα ιδανικό και πολύ ωραίο θεατρικό και κινηματογραφικό ζευγάρι», αναφέρει η Σίσσυ Αϊβαλιώτου, ανιψιά του Λάμπρου.
Στον Λάμπρο άρεσε πάντα να λέει την Μάρω Κοντού με διάφορα παρατσούκλια για να την πειράξει, συχνά εκτός σεναρίου. «Λάτρευα το γιαούρτι και στα νησιά που είχαμε γυρίσει τις ταινίες, στην Ύδρα, μ’ άρεσε να τρώω εκείνο το γιαούρτι το παλιό με την πέτσα επάνω. Έριχνα ζάχαρη ή μέλι και έτρωγα την πέτσα και μέσα σε μια ταινία με λέει πετσού Πατρινιά. Ούτε Πατρινιά είμαι αλλά το πετσού του έμεινε», «Αυτός ο αυτοσχεδιασμός που έκανε ήτανε, ό,τι πιο ενδιαφέρον για μένα, γιατί με αυτό τον τρόπο ανανεωνόταν η σχέση μας πάνω στο σανίδι. Αλλά επαναλαμβάνω, η σχέση μας ήταν καθαρά επαγγελματική, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύει μέχρι και σήμερα πολύς κόσμος».
Κωσταντάρας και Κοντού έπαιξαν συνολικά σε 12 ταινίες, μεταξύ των οποίων, «Ο στρίγκλος που έγινε αρνάκι» και ο «Φαφλατάς», οι οποίες μέχρι και σήμερα μας χαρίζουν άφθονο γέλιο.

Η προσωπική του ζωή
Παντρεύτηκε πρώτη φορά το 1945 με την ηθοποιό Γιούλη Γεωργοπούλου, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον δημοσιογράφο και βουλευτή Δημήτρη Κωσταντάρα, οποίος του χάρισε δύο εγγόνια: την Παυλίνα (1974) και τον Λάμπρο (1979).  Ο Λάμπρος ζήλευε πολύ τη Γιούλη, που την φλέρταραν συχνά και αυτό τον ενοχλούσε. Την αδυναμία του αυτή την είχαν καταλάβει πολλοί συνάδελφοί του και συχνά τον πείραζαν. Στις 9 Δεκεμβρίου του 1945 αποφάσισε να την παντρευτεί. Στην εκκλησία όμως, έστησε τη νύφη για μια ώρα γιατί άκουγε από το ραδιόφωνο τον αγώνα της ΑΕΚ. Μάλιστα όταν έφτασε ήταν φανερά εκνευρισμένος γιατί η αγαπημένη του ομάδα είχε χάσει.
Το πρόβλημα για τον Λάμπρο ήταν οι γυναίκες. Δεν μπορούσε να αντισταθεί εύκολα σε μία γυναίκα. Δεν ανεχόταν όμως την καταπίεση. Η Γιούλη, έχοντας αποκτήσει παιδί μαζί του δεν ανεχόταν τις ερωτικές του περιπέτειες. 

Αφορμή για τον χωρισμό του ζευγαριού ήταν ο μεγάλος έρωτας του Λάμπρου Κωσταντάρα για την Άννα Καλουτά. Ένα βράδυ η Γιούλη ήταν έξαλλη και ο Λάμπρος δεν μιλούσε καθόλου. Εξοργισμένη από τη σιωπή του του είπε να φύγει από το σπίτι. Εκείνος στην προσπάθειά του να την ηρεμήσει της ζήτησε αν προσπαθήσουν να μείνουν μαζί και να φτιάξουν τα πράγματα. Εκείνη θύμωσε περισσότερο, άρπαξε μία βαλίτσα, έριξε μέσα πρόχειρα μερικά πράγματά του, άνοιξε την πόρτα, πέταξε έξω την βαλίτσα και του είπε: «Νόμιζα κάποια στιγμή θα βάλεις μυαλό. Εσύ όμως είσαι γεννημένος κερατάς. Τέτοιο γάμο δεν θέλω». Ο Λάμπρος άνοιξε την πόρτα, έφυγε με σκυμμένο κεφάλι. Το ίδιο βράδυ γυρίζοντας βρήκε τα πράγματα στην ίδια θέση και την εξώπορτα κλειδωμένη.
Παντρεύτηκε δεύτερη φορά το 1971 με τη Φιλιώ Κεκάτου. Η Φιλιώ υπήρξε για τον Λάμπρο η γυναίκα που αγάπησε βαθιά, συνειδητά και μακροχρόνια. Έμεινε μαζί της 14 χρόνια. Όταν τη γνώρισε δεν σκεφτόταν τον γάμο, αλλά ούτε και εκείνη. Ο Λάμπρος που ήταν εκ φύσεως άστατος, είχε βρει το δικό του λιμάνι. Θαύμαζε σε αυτή τη γυναίκα την αφοσίωσή της. Η Φιλιώ έμεινε δίπλα του ως πιστή σύντροφος έως και τα τελευταία του του χρόνια. Τα τελευταία χρόνια τα πέρασε στη Βάρκιζα. 

Η περιπέτεια της υγείας του και το “τέλος”
Στις 5 Ιουνίου 1985, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εικόνες η τελευταία συνέντευξη του Λάμπρου Κωσταντάρα στον Δημήτρη Λυμπερόπουλο, στη Βάρκιζα. Ο δημοσιογράφος κατέγραψε την εμπειρία του από την συνάντηση με τον αγαπημένο πρωταγωνιστή, καθώς η υγεία του ήταν πολύ επιβαρυμένη. Δεν μιλούσε. Έγραφε και κρατούσε σημειώσεις σε ένα μπλοκάκι. Δεν θύμιζε σε τίποτα τον λαμπερό ηθοποιό της δεκαετίας του ’60. Τα δημοσιεύματα της εποχής τον αποκαλούσαν ο «έγκλειστος της Βάρκιζας».

Ο Δημήτρης Λυμπερόπουλος θυμάται: Εντελώς άφωνος, από δυο εγκεφαλικά, είχε αποσυρθεί από το θέατρο και τον κόσμο δύο χρόνια. Μετά λίγες εβδομάδες ο δημοφιλής καλλιτέχνης έφυγε για πάντα. Εδώ και δύο χρόνια ένας άνθρωπος μένει έγκλειστος στον ίδιο τον εαυτό του. Πρόκειται για τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, που απομονωμένος σ’ ένα διαμέρισμα στη Βάρκιζα, με τη γυναίκα του Φιλιώ, δεν θέλει να μιλήσει με κανένα, αποφεύγει να διαβάσει εφημερίδα και να δει τηλεόραση, εκτός από αθλητικά, και με πείσμα έχει κόψει τον ομφάλιο λώρο με τον έξω κόσμο. Έγκλειστος ποιος; Ο Λάμπρος που όταν βρισκότανε σε αέναη κίνηση, έσφυζε από ζωή πάνω στη σκηνή του θεάτρου, μπροστά στα φώτα και τις κάμερες, ανάμεσα στους φίλους και τις θαυμάστριες, στον ανώνυμο κόσμο που τον λάτρευε. Τώρα δεν μιλάει σε κανένα, παρά μόνο στη γυναίκα του Φιλιώ και στο γιο του Δημήτρη, όταν έρχεται να τον δει. Οι κουβέντες του οι απαραίτητες, συνοδευόμενες από νοήματα: ναι, όχι, νερό. Λέξεις συντήρησης, απομόνωσης και γαλήνης, της σιωπής….«στο διάβολο», λέει ο Λάμπρος. Είναι η μόνη φράση που βγαίνει πεντακάθαρα από το στόμα του. Και μετά γράφει στο χαρτί, με το αριστερό του χέρι, τρεις συγκλονιστικές λέξεις: «γιατί σε μένα;» Όταν τον είδα, βρισκόταν ανακαθιστός στο κρεβάτι του με φανελίτσα και σλιπάκι. Άντρακλας. Απαράλαχτος όπως πριν 25 χρόνια, που έπαιζε τερματοφύλακας στην ομάδα των ηθοποιών κατά των δημοσιογράφων. Γεια σου παιχταρά τερματοφύλακα, του είπα, έσκυψα και τον φίλησα. Το βλέμμα του καρφώθηκε σαν μαχαιριά στα μάτια μου. Και τα δικά του, τα καταγάλανα, βουρκώσανε. Είμαι σίγουρος πως χάρηκε που τον είπα παιχταρά, παρά να τον εξυμνούσα ως ηθοποιό ή ως Δον Ζουάν ή ως ρέκορντμαν ακροαματικότητας στην τηλεόραση, αφού ως Λαμπρούκος είχε πλησιάσει το εκατό τα εκατό. 
Βουβός αλλά χαμογελαστός. Του μιλούσα και έγραφε στο μπλοκάκι. Θα ξανάρθω, του είπα. Με κοίταξε κατάματα και έγραψε στο χαρτί «ίσως να μη ξανασυναντηθούμε». Φεύγοντας, είχα την εντύπωση ότι ο Λάμπρος Κωνσταντάρας δεν άντεχε βουβός, απομονωμένος από τον κόσμο. Ήθελε να φύγει, για να τον θυμούνται όπως ήταν στη ζωή, στη σκηνή και να μη σχολιάζουν με θλίψη ότι είχε χάσει τη φωνή του, την ενεργητικότητά του, έγκλειστος σε ένα σπίτι μακριά από το θέατρο και το στούντιο. Η εντύπωση έγινε πεποίθηση, όταν θυμήθηκα ότι την τελευταία του γραφή στο χαρτάκι, την έσκισε με νευρικότητα σε κομματάκια.

Αντιγράφω από το ημερολόγιό του, που μου έδωσε:
(Μετά από μεγάλες λόρδες στο Παρίσι) βρίσκω δουλειά ως φωτομοντέλο σε διαφημίσεις των Πεζό και Φίλιπς και κυρίως του μεγαλύτερου ράπτη του Παρισιού, του Κριντ κι άρχισα να κερδίζω χρήματα. Έπαιρνα 200 φράγκα τη φωτογραφία κι έτσι μπόρεσα να ανανεώσω τη γκαρνταρόμπα μου και να γνωρίσω καλύτερο κόσμο του Μον Παρνάς. Δεν θα ξεχάσω ένα βράδυ, που με μία συντροφιά φίλων γνώρισα την Έντιθ Πιάφ. Τραγουδούσε στις αυλές των λαϊκών πολυκατοικιών, ήταν τύπος της γειτονιάς κι όλοι την φώναζαν «λα μομ Πιάφ», δηλαδή η μούμια Πιάφ. Εκείνο το βράδυ ο Νρί Γκαρά πουλιόνταν σε όλο τον κόσμο, ο Γκαρά, ο μεγάλος γόης της εποχής του, αυτοκτονούσε πάμπτωχος και ξεχασμένος από τους πάντες.
Πέθανε στο Ασκληπιείο της Βούλας στις 28 Ιουνίου 1985. Κηδεύτηκε στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών. Το 2008 ένα θέατρο στο Αιγάλεω ονομάστηκε Θέατρο Λάμπρος Κωνσταντάρας σε αναγνώριση της συνεισφοράς του στο Ελληνικό θέατρο και τον κινηματογράφο.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου