Το καλτ σινεμά είναι μια ένοχη απόλαυση στην οποία κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί, όσο κουλτουριάρης κι αν είναι στα κινηματογραφικά του γούστα.
Και η Ελλάδα αγάπησε πολύ είναι η αλήθεια το καλτ θέαμα, αφιερώνοντάς του μια ολόκληρη δεκαετία λες, τη χρυσή εποχή της βιντεοκασέτας! Αν και η καλτιά δεν σταμάτησε ούτε περιορίστηκε εκεί, αλίμονο.
Μόνο που το «cult» είναι πολύ περιεκτικός ως όρος, περιλαμβάνοντας εντός του τόσο διαφορετικά πράγματα που το μόνο που φαίνεται να έχουν κοινό είναι η συναισθηματική αντίδραση του θεατή. Που κυμαίνεται από κλάμα μέχρι και γέλιο, συχνά και τα δυο ταυτοχρόνως.
Ο πάτος της ελληνικής έβδομης τέχνης είναι όμως κάποιες φορές και η κορυφή της, αφού συχνά-πυκνά πρέπει να κυλιστείς στον βούρκο για να βρεις διαμάντια. Κι αυτό είναι σήμερα οι τρασιές του παρελθόντος, θρύλοι της μικρής και μεγάλης οθόνης που έχουν να επιδείξουν τεράστιες βάσεις οπαδών και σχεδόν θρησκευτική εμμονή μαζί τους.
Μέρος του λαϊκού μας πολιτισμού, περιθωριακές και εξόχως underground, αυτές οι ταινίες αποθεώνονται σήμερα στη βάση του σλόγκαν «τόσο κακό που γίνεται καλό».
«Το Κομπιούτερ του Θανάτου» (1987)
Και η Ελλάδα αγάπησε πολύ είναι η αλήθεια το καλτ θέαμα, αφιερώνοντάς του μια ολόκληρη δεκαετία λες, τη χρυσή εποχή της βιντεοκασέτας! Αν και η καλτιά δεν σταμάτησε ούτε περιορίστηκε εκεί, αλίμονο.
Μόνο που το «cult» είναι πολύ περιεκτικός ως όρος, περιλαμβάνοντας εντός του τόσο διαφορετικά πράγματα που το μόνο που φαίνεται να έχουν κοινό είναι η συναισθηματική αντίδραση του θεατή. Που κυμαίνεται από κλάμα μέχρι και γέλιο, συχνά και τα δυο ταυτοχρόνως.
Ο πάτος της ελληνικής έβδομης τέχνης είναι όμως κάποιες φορές και η κορυφή της, αφού συχνά-πυκνά πρέπει να κυλιστείς στον βούρκο για να βρεις διαμάντια. Κι αυτό είναι σήμερα οι τρασιές του παρελθόντος, θρύλοι της μικρής και μεγάλης οθόνης που έχουν να επιδείξουν τεράστιες βάσεις οπαδών και σχεδόν θρησκευτική εμμονή μαζί τους.
Μέρος του λαϊκού μας πολιτισμού, περιθωριακές και εξόχως underground, αυτές οι ταινίες αποθεώνονται σήμερα στη βάση του σλόγκαν «τόσο κακό που γίνεται καλό».
«Το Κομπιούτερ του Θανάτου» (1987)
Όσο η ένοχη κινηματογραφικά δεκαετία του 1980 όδευε προς το ένδοξο τέλος της, ήταν πια καιρός η βιντεοκασέτα να ασχοληθεί με ένα παραγνωρισμένο είδος στην ελληνική επικράτεια: την επιστημονική φαντασία. Κι όταν το έκανε, του άλλαξε τα φώτα!
Μεταφερόμαστε λοιπόν στο 2080 μ.Χ., όπου ο ήρωας μας και σκληροπυρηνικός gamer Πάρης Βελής (Άκης Φλωρεντής) πειραματίζεται με ένα καινοτόμο πρόγραμμα που κάνει τον πραγματικό άνθρωπο μέρος του videogame. «Ελληνικό Matrix» χαρακτηρίζουν σήμερα οι στρατιές των ταγμένων fun την πρωτοποριακή ταινία που ήταν σίγουρα μπροστά από την εποχή της.
Η «προφητική» καλτιά του Μιχάλη Λεφάκη τζούνιορ με το πρωτοπoριακό 8μπιτο soundtrack και τα ειδικά εφέ του ηλεκτρονικού κόσμου εξερευνά τις θεματικές της παντοδυναμίας της πληροφορικής και τους φόβους της εικονικής πραγματικότητας. Τρίχες! Είναι ένας οπτικός συρφετός από ξένο pop culture, εφέ για κλάματα, κακογουστιά και ντόπιο φτηνό φουτουρισμό. Τα ίδια τα υλικά του καλτ αριστουργήματος δηλαδή, 75 απολαυστικά λεπτά νεοελληνικής πρωτοπορίας.
«Τα στρουμφάκια στο φεγγάρι» (1986)
Παιδικό δεν το λες, ούτε και για ενήλικες είναι όμως. Αλλά και ταινία δύσκολα θα το αποκαλούσες γενικά. Η παραγωγή του το θέλει ωστόσο να είναι παιδικό μιούζικαλ, μια ντόπια εκδοχή των Στρουμφ με έλληνες ηθοποιούς και ελληνικά τραγούδια. Μια σωστή συμφορά δηλαδή που αγαπήθηκε ωστόσο πολύ στην εποχή της, αποκτώντας το cult status ήδη από τα χρόνια του βίντεο.
Και η αλήθεια είναι πως παρά το κάκιστο σενάριο, αν υπάρχει κάτι τέτοιο, τις στολές που μοιάζουν να ράφτηκαν από παιδί και μισοφορούν οι ηθοποιοί ένεκα της καταραμένης ζέστης (βλέπεις πράγματι τα πρόσωπά τους κάτω από τις μάσκες), το κακομονταρισμένο και στραβοχυμένο του όλου πράγματος, τα «Στρουμφάκια στο φεγγάρι» έχουν κάτι εθιστικό, μια δική τους ατμόσφαιρα που αγαπάς να μισείς.
Το μιούζικαλ του Μάκη Αντωνόπουλου μετατρέπει το Άλσος Καισαριανής σε στρουμφοχωριό (και το γειτονικό νταμάρι σε Φεγγάρι) για την πιο αποφασιστική στρουμφοαπάντηση στον Δρακουμέλ.
Απολαυστικοί διάλογοι, μουσική που σε στέλνει αδιάβαστο και ένας Έλληνας Δρακουμέλ βγαλμένος από ποίημα. Φτηνή υπερπαραγωγή πέντε ηθοποιών που θα είχε πολλά να διδάξει στο Χόλιγουντ αν είχε τη γενναιότητα να τη δει ως το τέλος. Ή να την ακούσει χωρίς ωτασπίδες.
«Ο Δράκουλας των Εξαρχείων» (1983)
Το τοπικό καλτ έπος είναι ένα διαμάντι τρόμου 87 λεπτών που δεν χορταίνεις να βλέπεις και να ξαναβλέπεις. Το οπτικό ποίημα του Νίκου Ζερβού τα έχει όλα και μάλιστα σε άφθονες δόσεις: τον τρελό επιστήμονα που καταφτάνει από τα Καρπάθια για να εγκατασταθεί στα Εξάρχεια, το παρανοϊκό σχέδιο της δημιουργίας μιας ροκ μπάντας με κομμένα μέλη νεκρών μουσικών. Τι, να συνεχίσουμε κι άλλο;
Πώς προέκυψαν νομίζετε οι Μουσικές Ταξιαρχίες του Τζίμη Πανούση; Και πότε άλλοτε σατιρίστηκε τόσο δαιμόνια και περιθωριακά το εγχώριο πολιτικό, κοινωνικό και καλλιτεχνικό κατεστημένο; Μην το ψάχνετε, τέτοια διαμάντια δύσκολα προκύπτουν και μάλιστα εντελώς αθέλητα.
Μια ταινία που γυρίστηκε «τελείως για το χαβαλέ», όπως εξομολογήθηκε ο Ζερβός, με σενάριο μερικά ορνιθοσκαλίσματα του Πανούση, κατέληξε ένας τρανός αυτοσχεδιασμός, ένα αναρχικό φιλμ που ακόμα και επανάσταση των ζόμπι έχει!
Λατρεμένος από το ελληνικό κοινό, ανάλαφρος αλλά και αιχμηρός ταυτοχρόνως, ο δικός μας «Δράκουλας» έχει ουκ ολίγες αναφορές στο παγκόσμιο σινεμά αλλά και τα κακώς κείμενα της νεοελληνικής κοινωνίας. Κι αν δεν έχει Κρίστοφερ Λι, έχει Πανούση, Πουλικάκο, Άσιμο, Μπουλά, Βαβούρα, Τζούμα και Καφετζόπουλο! Και τον «Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» φυσικά.
«Χόμπυ μου ο βιασμός» (1986)
Σε κάτι που κανείς δεν κατάλαβε γιατί φτιάχτηκε ή γιατί κυκλοφόρησε τέλος πάντων, το one man show του Δημήτρη Βογιατζή, που κρατά τους ρόλους του παραγωγού, του σεναριογράφου, του σκηνοθέτη και του πρωταγωνιστή(!), παραμένει η μεγαλύτερη τρασιά του ελληνικού θεάματος. Όλων των εποχών, φυσικά.
Η ταινία παρακολουθεί έναν βιαστή και κλεπτομανή εργοστασιάρχη που βιάζει ουκ ολίγες γυναίκες κατά τη διάρκεια του έργου. Καλά τώρα, το «βιάζει» μην το παίρνετε τοις μετρητοίς, είναι τόσο κακογυρισμένες οι σκηνές σεξουαλικής βίας που μοιάζει με σκύλο που καβαλά το πόδι του αφεντικού του. Και δεν κάνει τον κόπο ούτε το παντελόνι του να ανοίξει.
Όταν δεν οδηγεί φουκαριάρες γυναίκες στον σεξουαλικό όλεθρο, ο βιαστής υποφέρει από φοβερές κρίσεις συνειδησιακού άλγους που εκδηλώνονται με παρανοϊκό γέλιο, τρέμουλο σεισμού 9,5 Ρίχτερ και… φαγούρα στα μπράτσα. Αυτά κι άλλα πολλά μετατρέπουν τον «Βιασμό» στο καλύτερο εκ των χειρότερων ελληνικών b-movies.
Αλλά και το γεγονός ότι τα θύματα και ο περίγυρός τους ξεπερνούν υπόπτως γρήγορα τον βιασμό. Το μανεκέν Τερέζα, ας πούμε, μετά τον βιασμό της βγαίνει με την παλιοπαρέα στα μπουζούκια, λέγοντας για τα όσα φριχτά έζησε πρωτύτερα «εντάξει, συμβαίνουν αυτά»! Αλλά και οι φίλοι της ομολογούν: «ήταν μια άσχημη εμπειρία, αλλά ας πούμε κάτι άλλο».
«Πόντιοι New Generation» (2011)
Ακριβώς 25 χρόνια μετά τους εμβληματικούς «Πόντιούς» του με τους Βουτσά και Τσάκωνα, ο Όμηρος Ευστρατιάδης επιστρέφει σε γνώριμα καλτ νερά, παραδίδοντας ένα ακόμα μεγαλύτερο ανοσιούργημα τρασίλας. Η νέα γενιά Ποντίων είναι εδώ να φέρουν στον 21ο αιώνα τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις, με όχημα τους Κοντογιαννίδη, Μητρούση και Λεζέ αυτή τη φορά.
Δυο πνιγμένοι από τα χρέη ενήλικες θυμούνται τη μαφιόζικη συμπλοκή που είχαν δει ως παιδιά και εκείνον τον θησαυρό που έκρυψαν οι γκάγκστερ και αποφασίζουν να τον αναζητήσουν. Μόνο που στο σημείο έχει χτιστεί με τα χρόνια μια μονή, κι έτσι πρέπει να σκαρφιστούν έναν τρόπο για να μπουν στο μοναστήρι. Τι τρόπο βρήκαν άραγε;
Με αστεία που θυμίζουν παιδάκια του Δημοτικού (μια φορά ήταν ένας Πόντιος), σενάριο που δεν θα περνούσε ούτε για επιθεωρησιακό σκετς και έναν ερασιτεχνισμό που διαπνέει το φιλμ από την αρχή ως το τέλος, το «Πόντιοι 2», όπως είναι δυστυχώς γνωστό, δείχνει πως το ελληνικό καλτ δεν τέλειωσε στα 80s. Ίσα-ίσα, ζει και βασιλεύει!
Γελοίο χωρίς να είναι αστείο, βαρετό μέχρι θανάτου και μια «αρπαχτή» που θυμίζει πολύ βιντεοκασέτα, το φιλμ απέκτησε ωστόσο το κοινό του. Στα ατού του, η εμφάνιση του Παναγιώτη Ψωμιάδη.
«Ο μαχητής» (1988)
Το «ελληνικό Καράτε Κιντ», όπως πολύ σωστά το έχουν χαρακτηρίσει οι τρελαμένοι fun του, είναι μια ταινία-φόρος τιμής στον Ντάνιελ Σαν της Ελλάδας, τον μικρούλη Κρις Σφέτα. Όχι ακριβώς τα παιδικά χρόνια του Μπρους Λι, η ιδιαίτερη αυτή απόπειρα να φτιαχτεί ταινία πολεμικών τεχνών στη χώρα μας δεν πήγε ακριβώς καλά σε όρους mainstream θεάματος. Πήγε όμως εξαιρετικά στην επικράτεια της τρασίλας!
Μια ακόμα ελληνική αναλογία, κάτι σαν ανεκδιήγητος «Έλληνας Ράμπο», απαγάγει ένα σχολικό γεμάτο παιδάκια και πάνω που όλα πάνε καλά, οι απαγωγείς έρχονται αντιμέτωποι με τις σχεδόν φονικές καρατιές του Σφέτα. Μπορείς ακόμα και να κλάψεις με την ψευτιά όλων αυτών ή την παντελή έλλειψη οποιασδήποτε απόπειρας για ολίγη αληθοφάνεια, πιθανότατα όμως θα γελάσεις από το ελληνικό νιντζάκι που αποδεικνύεται πολύ σκληρό για να πεθάνει.
Τα 92 λεπτά μπορεί και να φανούν αιώνας, μπορεί όμως και μια στιγμή. Η περιπέτεια του Γιώργου Σφέτα με τον ίδιο, τον Κρις Σφέτα και τον Τσάρλυ Σφέτα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους (κάπως θα συνδέονται όλοι αυτοί, δεν μπορεί), παραμένει κάτι ολότελα ιδιοσυγκρασιακό στα κινηματογραφικά μας πράγματα.
«Αλαλούμ» (1982)
Ελληνικό καλτ χωρίς Χάρρυ Κλυνν δεν γίνεται. Μόνο που εδώ είναι καλτ με νόημα, καλτ από πρόθεση! Η καλτιά μετατρέπεται σε φόρμα περισσότερο παρά σε περιεχόμενο, μια άσκηση ύφους που θέλει να σατιρίσει τον μάγκα Νεοέλληνα.
Το σπονδυλωτό διαμαντάκι αφηγείται τρεις ιστορίες για την Ελλάδα που γυρίζει σελίδα, που υιοθετεί την αλλαγή (το σύνθημα των ημερών), κι έχει τον πολυτάλαντο σίφουνα Χάρρυ Κλυνν σε μεγάλα κέφια. Και τη γραφική φιγούρα του σύγχρονου Έλληνά του φυσικά, που θέλει τον εκσυγχρονισμό σωστό και την παράδοση χορτάτη.
Ο δικός του αστυνόμος Μπέκας είναι φυσικά ανεκδιήγητος, όπως και ο τυπάρας του που πάει να δει κάτι κουλτουριάρικο, νιώθοντας υποχρεωμένος να το εκθειάσει χωρίς να το πολυκαταλαβαίνει. Πόσο μάλλον όταν μετατρέπεται σε πραματευτή από την πόλη που φέρνει την τηλεόραση σε ένα απομονωμένο χωριό, εκεί είναι να γελάς μέχρι δακρύων.
Καλτ ναι, αλλά πολυεπίπεδο και ευρηματικό, εξαίσιο σε κάθε του εκδήλωση. Γι’ αυτό και δικαιολογημένα λατρεμένο εδώ και δεκαετίες.
«Ο τραγουδιστής και το κορίτσι του μπαρ» (1980)
Έπος σωστό, 2,5 ώρες είναι αυτές, κι ένα όνομα-κλειδί του καλτ χώρου: Γιάννης Φλωρινιώτης! Όλα τα άλλα, αν υπάρχουν άλλα, μπαίνουν αναγκαστικά σε δεύτερο πλάνο. Μια μπαργούμαν λοιπόν των κακόφημων μπαρ ερωτεύεται τον διάσημο όντως τραγουδιστή Φλωρινιώτη, εμπόδιο στον γάμο τους στέκεται όμως ο πρώην σύντροφός της και βαρόνος των ναρκωτικών, μια ζοφερή φιγούρα που την παίζει ο Ζαφείρης Μελάς.
Μια μακρά σειρά από τραγικές κυριολεκτικά ειρωνείες αργότερα, δεν καταλαβαίνεις καν πώς φτάσαμε εδώ. Τι καταλαβαίνεις; Το επικό 80s κλίμα, με τις βάτες, τη λακ με τους τόνους και τα φανταχτερά μπιχλιμπίδια. Μέσα σε όλα, και τα ηθικά διδάγματα της ταινίας, που κυμαίνονται σε επίπεδο τα ναρκωτικά είναι κακά και σκοτώνει η λευκή η σκόνη.
Στα συν της ταινίας, πως είναι γραμμένη από τον ίδιο τον Γιάννη Φλωρινιώτη, αποκαλύπτοντας και το ταλέντο του στο σενάριο. Το δραματικό σενάριο, καθώς το «Κορίτσι του μπαρ» είναι πικρή ταινία, με λυπηρό τέλος και δράματα και δεινά και όλη την κακία του κόσμου. Τι τα θέλετε, από το αμαρτωλό παρελθόν του κανείς δεν γλιτώνει.
«Γυναίκες Δηλητήριο» (1993)
Ο Νίκος Ζερβός ξαναχτυπά καυτηριάζοντας τη νεοελληνική πραγματικότητα με ύφος επαρχιακής επιθεώρησης. Σεξ και υστερία, τα δομικά συστατικά κάθε καλτιάς που σέβεται τον εαυτό της, παρέχονται εδώ σε γενναίες δόσεις κι έχει και ένα all star cast να δίνει το κατιτίς παραπάνω στην έξαλλη αυτή σαλάτα.
Ένας ψυχίατρος-αρνί, μια νυμφομανής ασθενής, ένας απορριφθέντας σκηνοθέτης, μια δραστήρια επιχειρηματίας, μια μητέρα σε παροξυσμό, ένας πατέρας στην όχι και καλύτερη φάση της ζωής του, μια γραμματέας που θέλει να γίνει καλόγρια και τέτοιου τύπου χαρακτήρες αναλαμβάνουν να δώσουν πνοή στο σενάριο των Ρώμα-Χατζησοφιά.
Ένα πολύχρωμο μωσαϊκό της τρελής κοινωνίας μας που κάνει την ταινία καλτ επειδή έτσι ακριβώς φαίνεται να είναι και η ιδιαίτερη νεοελληνική καθημερινότητα. Κοινωνικού περιεχομένου είναι εξάλλου το καλτ διαμαντάκι μας, ένα δημιουργικό ντελίριο από ψυχογραφήματα, φιλοσοφίες και κοινωνιολογικές αναφορές.
Οι «Γυναίκες» απέσπασαν ακόμα και βραβείο στα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, βραβείο… μακιγιάζ. Το «έλα παππούλη» της Βαλέριας Χριστοδουλίδου παραμένει αξεπέραστο!
«Τσίου» (2005)
Η αριστουργηματική καλτιά που μας έκανε να βλέπουμε αλλιώς τους Δεκαπενταύγουστους ακούει στο όνομα «Τσίου», έναν χρήστη ουσιών που ξεμένει το κατακαλόκαιρο στην Αθήνα και προσπαθεί να βρει τη δόση του, βρίσκοντας στην πορεία ένα ολόκληρο ψηφιδωτό ανθρώπων, καταστάσεων και ιδεών.
Φρέσκο και διαχρονικό, αστείο και μελαγχολικό ταυτοχρόνως, το «Τσίου» είναι μια ταινία που δεν παίρνει και πολύ στα σοβαρά τον εαυτό της. Κι αυτή είναι η μεγάλη της δύναμη, πως όλα συμβαίνουν εδώ απλά και χαλαρά. Έστω κι αν όλα δεν είναι παρά μια διαρκής αναζήτηση της ταυτότητας.
Ο Μάκης Παπαδημητράτος υπέγραψε μια συνειδητή και συνειδητοποιημένη καλτιά που δεν φοβάται να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Πάμφτηνο και ακομπλεξάριστο, σπιντάτο και αεικίνητο, μετατρέπει ακόμα και τον ερασιτεχνισμό του σε άποψη. Ακόμα και την ανοησία σε κινηματογραφικό μνημείο.
Αυτή η underground, συνεχής και κυκλική αλυσίδα συναντήσεων τιμήθηκε μάλιστα με βραβείο σεναρίου, κοινού και πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το κοινό ακόμα παραληρεί για την πρόδηλα καλτ φύση της.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου