Πριν γίνει η Ρίτα Χέιγουρθ, ήταν γνωστή ως «Μαργαρίτα Κανσίνο», κόρη Ισπανού μετανάστη στο Μπρούκλιν. Ο πατέρας της, Εντουάρντο, καταγόταν από οικογένεια χορευτών στη Σεβίλλη και η μονάκριβη κόρη του ακολούθησε την «οικογενειακή επιχείρηση». Άρχισε μαθήματα χορού σε ηλικία 3 ετών και στα 15, συνόδευε τον πατέρα της σε εκδηλώσεις και πάρτι, που τους πλήρωναν για να χορέψουν. Παρουσιάζονταν ως οι «Κανσίνο» και πολλοί νόμιζαν ότι επρόκειτο για αντρόγυνο και όχι για πατέρα και κόρη.
Σε μία από αυτές τις εκδηλώσεις, την είδε ένας χολυγουντιανός ατζέντης, που αντιλήφθηκε αμέσως την αξία της. Ήρθε σε επαφή με τον πατέρα της, ο οποίος δεν έχανε ευκαιρία να «εκμεταλλευτεί» τα ταλέντα της κόρης του για να βγάλει χρήματα. Με την ίδια αυστηρότητα που έλεγχε τα βήματα της Ρίτα στον χορό, οργάνωσε και την κινηματογραφική της καριέρα. Πρώτα υπέγραψε συμβόλαιο με τη 20th Century Fox, αλλά έξι μήνες αργότερα την απέλυσαν και η Ρίτα στράφηκε προς το μικρότερο στούντιο Κολούμπια.
Οι πρώτοι κινηματογραφικοί της ρόλοι βασίζονταν εξ’ ολοκλήρου στην εξωτική της εμφάνιση. Η Ρίτα ήταν μελαχρινή, με πληθωρικές καμπύλες και έντονα χαρακτηριστικά. Ήταν τέλεια για ρόλους χορευτριών, εντυπωσιακών γυναικών με μεσογειακό ταμπεραμέντο. Αν και εμφανίστηκε σε δεκάδες ταινίες, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, η καριέρα της έμενε στάσιμη. Τότε την ανέλαβε ο 40χρονος επιχειρηματίας Έντουαρντ Τζάντσον, τον οποίον παντρεύτηκε το 1937, όταν η Ρίτα ήταν μόλις 18 ετών. Ο Τζάντσον, ένας άξεστος και υπέρμετρα φιλόδοξος άντρας, ήλεγχε κάθε πτυχή της ζωής της. Αποφάσιζε σε ποιες ταινίες θα παίξει, τι θα πει, τι θα κάνει, τι θα φορέσει. Μάλιστα της επέβαλε να αλλάξει την εμφάνισή της, έτσι ώστε να αποκτήσει πιο αγγλοσαξονικά χαρακτηριστικά. Η Ρίτα έβαψε τα μαλλιά της κόκκινα και έκανε ηλεκτρόλυση, έτσι ώστε η γραμμή που ξεκινούσαν τα μαλλιά της απ’ το μέτωπο να πάει πιο πίσω, δίνοντας της ένα «βορειοευρωπαϊκό αέρα». Στο τέλος, άλλαξε και το όνομά της, από Ρίτα Κανσίνο σε Ρίτα Χέιγουορθ, παίρνοντας το πατρικό όνομα της μητέρας της. Η ιδέα του Τζάντσον ήταν αποτελεσματική. Η Ρίτα Χέιγουορθ έγινε η φαντασίωση κάθε άντρα. Εμφανιζόταν σε ταινίες, χόρευε και τραγουδούσε. Φωτογραφιζόταν για περιοδικά, αλλά και σε πιο αισθησιακές πόζες, οι οποίες απευθύνονταν στους στρατιώτες που πολεμούσαν στο μέτωπο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το πόστερ όπου φορούσε ένα σατέν νυχτικό και καθόταν γονατιστή σε ένα κρεβάτι πούλησε εκατοντάδες αντίτυπα. Το 1942 ήταν ένα απ’ τα μεγαλύτερα αστέρια του Χόλυγουντ.
Χώρισε απ’ τον Τζάντσον, ύστερα από χρόνια καταπίεσης και εκμετάλλευσης και ήταν ελεύθερη να βιώσει την επιτυχία της. Βέβαια δεν έμεινε πολύ καιρό μόνη. Μέσα σε λίγους μήνες, γνώρισε και ερωτεύτηκε τον ιδιοφυή και εκκεντρικό σκηνοθέτη, Όρσον Γουέλς, τον οποίον παντρεύτηκε το 1943. Απέκτησαν μία κόρη, τη Ρεμπέκα και για ένα διάστημα, έδειχναν απόλυτα ευτυχισμένοι. Όμως σύντομα εμφανίστηκαν σύννεφα στον ορίζοντα. Ο Γουέλς την απατούσε και ασχολούνταν με τόσες διαφορετικές δουλειές, που δεν είχε ποτέ χρόνο για την οικογένειά τους. Επιπλέον, ο Τύπος τους καταδίωκε καθώς ήταν και οι δύο εξαιρετικά διάσημοι, με αποτέλεσμα η προσωπική τους ζωή να δέχεται συνεχώς πίεση. Η οικογενειακή ηρεμία που τόσο σθεναρά επιζητούσε η Χέιγουορθ κατέρρευσε και το 1947, πήραν διαζύγιο. Πριν ακόμα επισημοποιηθεί ο χωρισμός τους, η ηθοποιός είχε εμφανιστεί στο πλευρό του μουσουλμάνου πρίγκιπα, Αλί Χαν. Ο πατέρας του ήταν ο σουλτάνος της μουσουλμανικής σέχτα των Ισμαϊλι. Ο ίδιος ήταν βαθύπλουτος και αθεράπευτος γυναικάς. Η σχέση τους προκάλεσε σάλο, καθώς ξεκίνησε όταν ήταν και οι δύο παντρεμένοι. Χώρισαν και το 1948, παντρεύτηκαν. Εφτά μήνες αργότερα γεννήθηκε η κόρη τους, πριγκίπισσα Γιασμίν, η γέννηση της οποίας κόντεψε να γίνει τεράστιο σκάνδαλο. Η Χέιγουορθ άφησε τον κινηματογράφο και πέρασε τα επόμενα τρία χρόνια με τους κοσμικούς αριστοκράτες της Ευρώπης. Όπως όλοι οι γάμοι της, έτσι κι αυτός κατέληξε σε αποτυχία. Η Χέιγουορθ συνήθιζε να λέει ότι ο Χαν κοιμόταν κάθε βράδυ με την «Γκίλντα», την αξέχαστη femme fatale που υποδύθηκε η Χέιγουορθ στην ομώνυμη ταινία, αλλά κάθε πρωί ξυπνούσε με μια «θνητή» γυναίκα.
Μετά τη διάλυση του τρίτου γάμου της, η ηθοποιός επέστρεψε στις ΗΠΑ μαζί με τις δύο κόρες της. Αν και παρέμενε φοβερά αγαπητή από το κοινό, η ίδια είχε χάσει την ενέργεια και τη ζωντάνια της. Οι ταινίες της δέχονταν μέτριες κριτικές και η Χέιγουορθ έβρισκε καταφύγιο στο αλκοόλ. Ακολούθησε άλλος ένας αποτυχημένος γάμος, με τον τραγουδιστή Ντικ Χέιμς, που έφτασε ακόμα και στον ξυλοδαρμό. Όταν χώρισαν, η ηθοποιός είχε σπαταλήσει όλα της τα χρήματα σε δικηγόρους και δικαστικές μάχες για να διατηρήσει την κηδεμονία των παιδιών της. Το 1958 παντρεύτηκε για τέταρτη και τελευταία φορά, το κινηματογραφικό παραγωγό Τζέιμς Χιλ. Ήταν άλλος ένας άντρας που την πίεζε να συνεχίζει τις ταινίες, όταν η ίδια έδειχνε φανερά απρόθυμη. Χώρισαν μετά από δύο χρόνια και έκτοτε, η Χέιγουορθ έχασε κάθε ελπίδα για μία ήρεμη, αγαπημένη οικογένεια.
Γύρισε την τελευταία ταινία της το 1972, σε ηλικία 54 ετών. Έπασχε από ελαφρύ αλτσχάιμερ και αδυνατούσε να αποστηθίσει τα λόγια της. Η εμπειρία ήταν καταστροφική για την ηθοποιό, που μέχρι τότε περηφανευόταν για τις ικανότητες και τον επαγγελματισμό της. Παράτησε τον κινηματογράφο και εθίστηκε στο αλκοόλ για να αντιμετωπίσει την αρρώστια που σταδιακά κατέστρεφε το μυαλό της. Συχνά πάθαινε κρίσεις οργής, χτυπούσε τα κοντινά της πρόσωπα και δεν αναγνώριζε ούτε καν τις κόρες της. Η κατάστασή της σόκαρε την κοινή γνώμη το 1976, όταν φωτογραφήθηκε να αποβιβάζεται από ένα αεροπλάνο, με τα μαλλιά ανάκατα και σε πλήρη σύγχυση. Η Χέιγουορθ πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής συντροφιά με την κόρη της, πριγκίπισσα Γιασμίν. Πέθανε στις 14 Μαΐου του 1987, σε ηλικία 68 ετών.
Σε μία από αυτές τις εκδηλώσεις, την είδε ένας χολυγουντιανός ατζέντης, που αντιλήφθηκε αμέσως την αξία της. Ήρθε σε επαφή με τον πατέρα της, ο οποίος δεν έχανε ευκαιρία να «εκμεταλλευτεί» τα ταλέντα της κόρης του για να βγάλει χρήματα. Με την ίδια αυστηρότητα που έλεγχε τα βήματα της Ρίτα στον χορό, οργάνωσε και την κινηματογραφική της καριέρα. Πρώτα υπέγραψε συμβόλαιο με τη 20th Century Fox, αλλά έξι μήνες αργότερα την απέλυσαν και η Ρίτα στράφηκε προς το μικρότερο στούντιο Κολούμπια.
Οι πρώτοι κινηματογραφικοί της ρόλοι βασίζονταν εξ’ ολοκλήρου στην εξωτική της εμφάνιση. Η Ρίτα ήταν μελαχρινή, με πληθωρικές καμπύλες και έντονα χαρακτηριστικά. Ήταν τέλεια για ρόλους χορευτριών, εντυπωσιακών γυναικών με μεσογειακό ταμπεραμέντο. Αν και εμφανίστηκε σε δεκάδες ταινίες, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, η καριέρα της έμενε στάσιμη. Τότε την ανέλαβε ο 40χρονος επιχειρηματίας Έντουαρντ Τζάντσον, τον οποίον παντρεύτηκε το 1937, όταν η Ρίτα ήταν μόλις 18 ετών. Ο Τζάντσον, ένας άξεστος και υπέρμετρα φιλόδοξος άντρας, ήλεγχε κάθε πτυχή της ζωής της. Αποφάσιζε σε ποιες ταινίες θα παίξει, τι θα πει, τι θα κάνει, τι θα φορέσει. Μάλιστα της επέβαλε να αλλάξει την εμφάνισή της, έτσι ώστε να αποκτήσει πιο αγγλοσαξονικά χαρακτηριστικά. Η Ρίτα έβαψε τα μαλλιά της κόκκινα και έκανε ηλεκτρόλυση, έτσι ώστε η γραμμή που ξεκινούσαν τα μαλλιά της απ’ το μέτωπο να πάει πιο πίσω, δίνοντας της ένα «βορειοευρωπαϊκό αέρα». Στο τέλος, άλλαξε και το όνομά της, από Ρίτα Κανσίνο σε Ρίτα Χέιγουορθ, παίρνοντας το πατρικό όνομα της μητέρας της. Η ιδέα του Τζάντσον ήταν αποτελεσματική. Η Ρίτα Χέιγουορθ έγινε η φαντασίωση κάθε άντρα. Εμφανιζόταν σε ταινίες, χόρευε και τραγουδούσε. Φωτογραφιζόταν για περιοδικά, αλλά και σε πιο αισθησιακές πόζες, οι οποίες απευθύνονταν στους στρατιώτες που πολεμούσαν στο μέτωπο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το πόστερ όπου φορούσε ένα σατέν νυχτικό και καθόταν γονατιστή σε ένα κρεβάτι πούλησε εκατοντάδες αντίτυπα. Το 1942 ήταν ένα απ’ τα μεγαλύτερα αστέρια του Χόλυγουντ.
Χώρισε απ’ τον Τζάντσον, ύστερα από χρόνια καταπίεσης και εκμετάλλευσης και ήταν ελεύθερη να βιώσει την επιτυχία της. Βέβαια δεν έμεινε πολύ καιρό μόνη. Μέσα σε λίγους μήνες, γνώρισε και ερωτεύτηκε τον ιδιοφυή και εκκεντρικό σκηνοθέτη, Όρσον Γουέλς, τον οποίον παντρεύτηκε το 1943. Απέκτησαν μία κόρη, τη Ρεμπέκα και για ένα διάστημα, έδειχναν απόλυτα ευτυχισμένοι. Όμως σύντομα εμφανίστηκαν σύννεφα στον ορίζοντα. Ο Γουέλς την απατούσε και ασχολούνταν με τόσες διαφορετικές δουλειές, που δεν είχε ποτέ χρόνο για την οικογένειά τους. Επιπλέον, ο Τύπος τους καταδίωκε καθώς ήταν και οι δύο εξαιρετικά διάσημοι, με αποτέλεσμα η προσωπική τους ζωή να δέχεται συνεχώς πίεση. Η οικογενειακή ηρεμία που τόσο σθεναρά επιζητούσε η Χέιγουορθ κατέρρευσε και το 1947, πήραν διαζύγιο. Πριν ακόμα επισημοποιηθεί ο χωρισμός τους, η ηθοποιός είχε εμφανιστεί στο πλευρό του μουσουλμάνου πρίγκιπα, Αλί Χαν. Ο πατέρας του ήταν ο σουλτάνος της μουσουλμανικής σέχτα των Ισμαϊλι. Ο ίδιος ήταν βαθύπλουτος και αθεράπευτος γυναικάς. Η σχέση τους προκάλεσε σάλο, καθώς ξεκίνησε όταν ήταν και οι δύο παντρεμένοι. Χώρισαν και το 1948, παντρεύτηκαν. Εφτά μήνες αργότερα γεννήθηκε η κόρη τους, πριγκίπισσα Γιασμίν, η γέννηση της οποίας κόντεψε να γίνει τεράστιο σκάνδαλο. Η Χέιγουορθ άφησε τον κινηματογράφο και πέρασε τα επόμενα τρία χρόνια με τους κοσμικούς αριστοκράτες της Ευρώπης. Όπως όλοι οι γάμοι της, έτσι κι αυτός κατέληξε σε αποτυχία. Η Χέιγουορθ συνήθιζε να λέει ότι ο Χαν κοιμόταν κάθε βράδυ με την «Γκίλντα», την αξέχαστη femme fatale που υποδύθηκε η Χέιγουορθ στην ομώνυμη ταινία, αλλά κάθε πρωί ξυπνούσε με μια «θνητή» γυναίκα.
Μετά τη διάλυση του τρίτου γάμου της, η ηθοποιός επέστρεψε στις ΗΠΑ μαζί με τις δύο κόρες της. Αν και παρέμενε φοβερά αγαπητή από το κοινό, η ίδια είχε χάσει την ενέργεια και τη ζωντάνια της. Οι ταινίες της δέχονταν μέτριες κριτικές και η Χέιγουορθ έβρισκε καταφύγιο στο αλκοόλ. Ακολούθησε άλλος ένας αποτυχημένος γάμος, με τον τραγουδιστή Ντικ Χέιμς, που έφτασε ακόμα και στον ξυλοδαρμό. Όταν χώρισαν, η ηθοποιός είχε σπαταλήσει όλα της τα χρήματα σε δικηγόρους και δικαστικές μάχες για να διατηρήσει την κηδεμονία των παιδιών της. Το 1958 παντρεύτηκε για τέταρτη και τελευταία φορά, το κινηματογραφικό παραγωγό Τζέιμς Χιλ. Ήταν άλλος ένας άντρας που την πίεζε να συνεχίζει τις ταινίες, όταν η ίδια έδειχνε φανερά απρόθυμη. Χώρισαν μετά από δύο χρόνια και έκτοτε, η Χέιγουορθ έχασε κάθε ελπίδα για μία ήρεμη, αγαπημένη οικογένεια.
Γύρισε την τελευταία ταινία της το 1972, σε ηλικία 54 ετών. Έπασχε από ελαφρύ αλτσχάιμερ και αδυνατούσε να αποστηθίσει τα λόγια της. Η εμπειρία ήταν καταστροφική για την ηθοποιό, που μέχρι τότε περηφανευόταν για τις ικανότητες και τον επαγγελματισμό της. Παράτησε τον κινηματογράφο και εθίστηκε στο αλκοόλ για να αντιμετωπίσει την αρρώστια που σταδιακά κατέστρεφε το μυαλό της. Συχνά πάθαινε κρίσεις οργής, χτυπούσε τα κοντινά της πρόσωπα και δεν αναγνώριζε ούτε καν τις κόρες της. Η κατάστασή της σόκαρε την κοινή γνώμη το 1976, όταν φωτογραφήθηκε να αποβιβάζεται από ένα αεροπλάνο, με τα μαλλιά ανάκατα και σε πλήρη σύγχυση. Η Χέιγουορθ πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής συντροφιά με την κόρη της, πριγκίπισσα Γιασμίν. Πέθανε στις 14 Μαΐου του 1987, σε ηλικία 68 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου