Γεννήθηκε ανήμερα των Χριστουγέννων το 1899, σε ένα πλουσιόσπιτο στο Μανχάταν. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και η μητέρα του αρέσκονταν να λέει πως ήταν ζωγράφος. Αγαπημένο θέμα ήταν τα παιδιά της και ιδιαίτερα ο γιος της, που ήταν ένα πανέμορφο μωρό. Ο εικονιζόμενος, αν και αργότερα έγινε γνωστός ως ο «σκληρός» του Χόλιγουντ, μεγάλωσε μέσα στα πλούτη. Πήγε στα καλύτερα σχολεία της Νέας Υόρκης, αλλά πολύ γρήγορα έγινε εμφανές ότι δεν «έπαιρνε τα γράμματα». Στο τέλος, τον έδιωξαν απ’ το σχολείο, γιατί ηρεμούσαν όσο κι αν τον τιμωρούσαν. Αφού δεν είχε μέλλον στον ακαδημαϊκό τομέα, δοκίμασε τον στρατό. Πρόλαβε το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και ήταν στο πλήρωμα των πλοίων που ταξίδευαν μέχρι την Ευρώπη, για να φέρουν πίσω Αμερικάνους στρατιώτες. Εκεί λέγεται ότι απέκτησε το σημάδι στο χείλος του, το οποίο σχολιάστηκε πολύ όταν έγινε διάσημος.
Σύμφωνα με μία εκδοχή της ιστορίας, έσκυψε να ανάψει το τσιγάρο ενός Γερμανού κρατούμενου και εκείνος τον χτύπησε στο πρόσωπο. Όταν επέστρεψε στην Αμερική, βρήκε δουλειά στο θέατρο. Αρχικά στα παρασκήνια, αλλά σύντομα εμφανίστηκε και στην σκηνή. Γνώρισε την πρώτη του γυναίκα στο θέατρο, αλλά χώρισαν μετά από ένα χρόνο. Πέντε μήνες αργότερα, παντρεύτηκε τη δεύτερη γυναίκα του, αλλά και αυτός ο γάμος κατέρρευσε, όταν έφυγε για το Χόλιγουντ, όπου ήλπιζε να βρει πιο καλοπληρωμένες δουλειές. Για χρόνια γνώριζε μόνο απορρίψεις και αποτυχίες. Μέχρι που του δόθηκε η ευκαιρία να παίξει τον κακό στην θεατρική παράσταση «The Petrified Forest», που μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο. Έτσι δημιούργησε την εικόνα του «κακού» που του ταίριαξε γάντι.
Μετά από λίγα χρόνια, όταν πια είχε βαρεθεί να παίζει τον γκάνγκστερ και τον κακοποιό, δέχθηκε να παίξει στην ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, Τζον Χιούστον. Το όνομα της ταινίας ήταν το «Γεράκι της Μάλτας» και ο εικονιζόμενος υποδύθηκε για πρώτη φορά τον «αντιήρωα», δηλαδή τον πρωταγωνιστή που δεν είναι ολοκληρωτικά καλός, αλλά ούτε κακός. Αυτού του είδους οι χαρακτήρες έγιναν το σήμα κατατεθέν του. Τον επόμενο χρόνο, άγγιξε την κορυφή με την ταινία «Καζαμπλάνκα», όπου υποδύθηκε τον ιδιοκτήτη ενός μπαρ στη Βόρεια Αφρική, κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Έφυγε από τη ζωή το 1957.
Σύμφωνα με μία εκδοχή της ιστορίας, έσκυψε να ανάψει το τσιγάρο ενός Γερμανού κρατούμενου και εκείνος τον χτύπησε στο πρόσωπο. Όταν επέστρεψε στην Αμερική, βρήκε δουλειά στο θέατρο. Αρχικά στα παρασκήνια, αλλά σύντομα εμφανίστηκε και στην σκηνή. Γνώρισε την πρώτη του γυναίκα στο θέατρο, αλλά χώρισαν μετά από ένα χρόνο. Πέντε μήνες αργότερα, παντρεύτηκε τη δεύτερη γυναίκα του, αλλά και αυτός ο γάμος κατέρρευσε, όταν έφυγε για το Χόλιγουντ, όπου ήλπιζε να βρει πιο καλοπληρωμένες δουλειές. Για χρόνια γνώριζε μόνο απορρίψεις και αποτυχίες. Μέχρι που του δόθηκε η ευκαιρία να παίξει τον κακό στην θεατρική παράσταση «The Petrified Forest», που μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο. Έτσι δημιούργησε την εικόνα του «κακού» που του ταίριαξε γάντι.
Μετά από λίγα χρόνια, όταν πια είχε βαρεθεί να παίζει τον γκάνγκστερ και τον κακοποιό, δέχθηκε να παίξει στην ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, Τζον Χιούστον. Το όνομα της ταινίας ήταν το «Γεράκι της Μάλτας» και ο εικονιζόμενος υποδύθηκε για πρώτη φορά τον «αντιήρωα», δηλαδή τον πρωταγωνιστή που δεν είναι ολοκληρωτικά καλός, αλλά ούτε κακός. Αυτού του είδους οι χαρακτήρες έγιναν το σήμα κατατεθέν του. Τον επόμενο χρόνο, άγγιξε την κορυφή με την ταινία «Καζαμπλάνκα», όπου υποδύθηκε τον ιδιοκτήτη ενός μπαρ στη Βόρεια Αφρική, κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Έφυγε από τη ζωή το 1957.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου